τροχόζωα

τροχόζωα
(rotatoria). Ομάδα ζώων, διαφόρων μορφών, που ζουν κατά το μεγαλύτερο μέρος στα γλυκά νερά και αποτελούν το λιμναίο πλαγκτόν. Οι διαστάσεις τους είναι γενικά μικρότερες του ενός χλστ. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία, στο μπροστινό τμήμα του σώματος, μιας ή δύο στεφανών από βλεφαρίδες οι οποίες αποτελούν το λεγόμενο περιστροφικό σύστημα, που χρησιμοποιείται για τη διατροφή και τη μετακίνηση. Οι συνεχείς ταλαντώσεις των βλεφαρίδων δίνουν την εντύπωση ότι το όργανο περιστρέφεται ως τροχός. Σε αυτό οφείλεται και η ονομασία τους. Το πεπτικό σύστημα των τ. περιλαμβάνει έναν ειδικό χώρο, που ονομάζεται μάσταξ και αποτελείται από μυϊκό θύλακο με διάφορα χιτινώδη τμήματα ικανά να θρυμματίζουν τις τροφές, που αποτελούνται κυρίως από πρωτόζωα και μικροσκοπικά φύκια. Μερικά τ. είναι παράσιτα ασπόνδυλων, όπως των δακτυλιοσκωλήκων, καρκινοειδών και εχινόδερμων και άλλα ζουν σε λειχήνες ή υγρά βρύα και, επειδή μπορούν να περάσουν πολύ χρονικό διάστημα σε λανθάνουσα ζωή, καταφέρνουν να επιζήσουν ακόμα και όταν τα φυτά αυτά ξεραθούν εντελώς. Τα τ., των οποίων είναι γνωστά περίπου 1.500 είδη, παρουσιάζουν πάντοτε ξεχωριστά φύλα που χαρακτηρίζονται από τονισμένο διμορφισμό. Γενικά η αναπαραγωγή γίνεται με αβγά. Αρκετά συχνή είναι και η παρθενογένεση.
* * *
τα, Ν
ζωολ. φύλο μικροσκοπικών ασπονδύλων με 2.000 περίπου είδη, κυρίως τού γλυκού νερού, πλαγκτονικά, εδραία ή έρποντα, τα οποία παλαιότερα ήταν ταξινομημένα ως ομοταξία τών νηματελμίνθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. rotifera].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυπρίνος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… …   Dictionary of Greek

  • κύπρινος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • παρθενογένεση — Ειδικός τρόπος γενετήσιας αναπαραγωγής, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ωαρίου χωρίς τη γονιμοποίηση. Η π. χαρακτηρίζεται ως υποτυπώδης όταν το μη γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει τον μερισμό, αλλά δεν ξεπερνά τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής… …   Dictionary of Greek

  • πρωτονεφριδιακός — ή, ό, Ν [πρωτονεφρίδιο] φρ. «πρωτονεφριδιακό σύστημα» το απεκκριτικό σύστημα σε μερικά απλά ασπόνδυλα, λ.χ. στους πλατυέλμινθες, στους νηματώδεις και στα τροχόζωα …   Dictionary of Greek

  • φάρυγγας — (Ανατ.). Σωληνοειδής ανατομικός σχηματισμός, που βρίσκεται μπροστά από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης· επάνω φτάνει έως τη βάση του κρανίου και επικοινωνεί μπροστά με τις κοιλότητες της μύτης και του στόματος, στα πλάγια με το μέσον… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”